- δακτυλιογραφία
- η описание драгоценных камней и резных перстней с печатью
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δακτυλιογραφία — η [δακτυλιογράφος] μελέτη, περιγραφή και χαρακτηρισμός δακτυλίων, δακτυλιολίθων και σφραγίδων … Dictionary of Greek
δακτυλιογράφος — ο ο ειδικός στη δακτυλιογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δακτύλιος + γράφος*] … Dictionary of Greek
δακτυλιογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δακτυλιογραφία ή στον δακτυλιογράφο … Dictionary of Greek